- καυστῆρα
- καυστήρcauterizing apparatusmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασκορπιστήρας — ο μηχανικό σύστημα πετρελαιομηχανών που τροφοδοτεί τον καυστήρα με σταγονίδια πετρελαίου … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
πυροθάλαμος — ο, Ν τεχνολ. χώρος τού καυστήρα τών ατμολεβήτων ο οποίος εκτείνεται από την εστία τής φωτιάς μέχρι τον καπνοθάλαμο … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
βυτίο — το μεγάλων διαστάσεων, κυλινδρικό βαρέλι μέσα στο οποίο βάζουν νερό ή λάδι ή κρασί ή άλλα ρευστά: Έχω παραγγείλει ένα βυτίο με πετρέλαιο για να γεμίσουμε το ντεπόζιτο του καυστήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυτηρίαση — η η καύση με τον καυστήρα, επίπληξη: Αυτό θέλει καυτηρίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)